Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Για το Αντάρτικο2

 

16753909_1421653187865327_1592036696_n

Δημήτρης Γκιούλος και Κωνσταντίνος Παπαπρίλης – Πανάτσας, Αντάρτικο²
Ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ, 2016
Η ιδέα ενός ποιητικού διαλόγου, ενός ποιήματος που γράφεται από δυο ή περισσότερα πρόσωπα, δεν είναι μια ιδέα ξένη στην ιστορία της ποιητικής τέχνης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως την συναντάμε συχνά και οι λόγοι για αυτό είναι αρκετοί. Από την μια, η δημιουργία ενός «συλλογικού ποιήματος» ενέχει αφάνταστες δυσκολίες συντονισμού των διαφορετικών δημιουργικών ρυθμών και ιδιωμάτων, ενώ από την άλλη, η σύνδεση ποιητικών αποσπασμάτων σε ένα ενιαίο έργο με συνοχή και νόημα φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτη. Για να υπερβούν τα παραπάνω χρειάζεται οι συμμετέχοντες ποιητές να είναι αφενός ανοιχτοί σε αμοιβαίες ανταλλαγές και αφετέρου να διαπνέονται από μια κοινή αίσθηση καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης. Αφού το σημείο εκείνο όπου το έργο (τμηματικά ή εν συνόλω) θεωρείται περαιωμένο είναι ίσως η πιο μοναχική απόφαση κάθε δημιουργού και η ευθύνη της απόφασης αυτής δύσκολα μπορεί να διαμοιραστεί. Την σπάνια αυτή σύμπτωση συναντάμε στην ποιητική σύνθεση των Δημήτρη Γκιούλου και Κωνσταντίνου Παπαπρίλη – Πανάτσα Αντάρτικο2 που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 16′ από τις εκδόσεις Κουρσάλ και με την οποία είχα την τύχη να εμπλακώ προσωπικά, βοηθώντας στην έκδοσή της.
Την απάντηση στο ερώτημα: γιατί οι δυο δημιουργοί επέλεξαν αυτήν την δύσκολη άσκηση συλλογικής γραφής μας τη δίνει το θεματικό περιεχόμενο του ποιήματος στο οποίο διακρίνεται μια διαρκής αγωνία για την αναζήτηση της χαμένης συλλογικότητας, που δεν είναι μόνο ο κυτταρικός ιστός της διαλυμένης πια, μέσα στον άγριο ωκεανό της κοινωνίας των ιδιωτών, κοινότητας αλλά και το απολεσθέν σφιχταγκάλιασμα των διαπροσωπικών εγωισμών. Και επειδή στην αναζήτησή τους φαντάζουν ειλικρινείς, οι δημιουργοί επέλεξαν —ασυνείδητα ή συνειδητά— ο τρόπος δημιουργίας τους να υπομνήει αυτήν την εκζήτηση· με τον τρόπο και το μέτρο που ταιριάζει στο είδος που καταπιάνονται. Αλλά ας δούμε αναλυτικότερα τη σύνθεσή τους.
Πρόκειται για ένα έργο που αποτυπώνει ποιητικές τους ανταλλαγές που, όπως μας λένε εξ αρχής, ολοκληρώθηκαν σε οκτώ συνολικά βραδιές. Οι οκτώ αριθμημένες ενότητες μας μεταφέρουν στο εικονικό δωμάτιο της συνομιλίας τους μέσα στο οποίο ξεκινούν κάθε βράδυ την αναμέτρησή τους με τα υπαρξιακά ερωτήματα, τις αγωνίες και τις ματαιώσεις τους. To μετουσιωμένο απόσταγμα που αποτυπώνεται ως τελικό ποίημα, μοιάζει να ρέει σαν από τη γραφίδα ενός και μόνο προσώπου, κι ας είναι δυο, που βλέπουν ο ένας τον άλλον (ή μήπως τελικά ο καθένας το πρόσωπό του) στον καθρέφτη. Μια αμφίπλευρη ανάλυση, μια καταβύθιση στις ασχημάτιστες ακόμα κραυγές του ασυνειδήτου, ένα μπάσιμο μέσα σε «έναν άλλον άνθρωπο», κατά το οποίο η θέση του αναλυτή και του αναλυόμενου συνεχώς αντιστρέφονται.
Το θέμα της συνεδρίας τους γίνεται εμφανές ήδη από τις πρώτες στροφές. Η προβληματική του ματαιωμένου έρωτα και της χαμένης επανάστασης εξετάζονται μαζί αλλά και σε αντιδιαστολή. Η διαρκής υπαρξιακή ματαίωση που δηλώνεται ως προσδοκία. Στην νεανική γραφή τους υπάρχει η βεβαιότητα πως ο τροχός της ιστορίας θα γυρίσει. Είναι η επαναστατική αισιοδοξία για ένα μέλλον άξιο να βιωθεί. Παρότι η αγωνία για την πιθανότητα ενός ακόμα χαμένου γύρου σκούζει ανάμεσα στις σχισμές που αφήνουν οι λέξεις, οι δυο τους νιώθουν πως η ίδια η δήλωση πρόθεσης ισοδυναμεί με το πρώτο βήμα της πραγμάτωση της. Οι στοίχοι τους ρέουν σαν έναν αδηφάγος ποταμός που στο βίαιο καλπασμό του προσπαθεί να διαβρώσει όλο και περισσότερο τη γη, πριν παραδοθεί στην τελική ηρεμία της θάλασσας. Είναι αυτή η βία των λέξεων, το αίμα που ζητούν να χυθεί, που προσπαθεί να ξορκίσει τη βία και το αίμα της πραγματικότητας· να λυτρώσει και να λυτρωθεί οριστικά.
Αν εξετάσει κανείς τη μακροσκελή τους σύνθεση αποσπασματικά θα μπορούσε να εντοπίσει αρκετά χωρία εκπληκτικής ομορφιάς (που, δεν το κρύβω, μπήκα στον πειρασμό να παραθέσω εδώ) όπως βέβαια και ορισμένα λιγότερο εντυπωσιακά. Θα ήταν όμως λάθος το εγχείρημά τους να διαβαστεί κατακερματισμένο, ακριβώς γιατί κάθε κομμάτι έχει την ειδική του θέση μέσα στο σύνολο και μόνο σε σχέση με όλα τα άλλα μέρη αποκτά την πραγματική του αξία. Προσωπικά, μου ηχεί έντονα σαν ένας θεατρικός διάλογος μέσα στον οποίον κάθε φράση έχει καίρια σημασία για την έκβαση του όλου έργου. Γιατί παρά την ελευθεριότητα της ποιητικής γλώσσας, που χαρακτηρίζεται από την έντονη πολυσημία των νοημάτων και τις πολλαπλές εν παρόδω εικονικές μεταφορές, έχουμε να κάνουμε με μια αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος.
Το αντάρτικο² είναι μια σύνθεση πολλά επιπέδων. Σε ένα πρώτο στρώμα είναι ορατή η υπαρξιακή αγωνία της απουσίας τού ερωτικού αντικειμένου που συνομιλεί με ένα έντονα εξεγερτικό αίτημα συλλογικής πραγμάτωσης. Σε δεύτερο χρόνο, οι σκοποί διαπλέκονται για να επαναδιατυπωθούν εμποτισμένοι κατοπτρικά, ο ένας από το πνεύμα του άλλου. Έτσι η προσωπική ματαίωση προβάλεται ως συλλογική αγωνία για την τύχη του έρωτα στις σύγχρονες κοινωνίες, ενώ οι επαναστατικοί σκοποί συμπλέκονται με τις υποκειμενικές αγωνίες και τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Σε χρόνο τελικό, η σύνθεση θα εξαλείψει την ετερογονία των σκοπών δημιουργώντας την αίσθηση μιας συμφωνίας ως προς το νόημα του αντάρτικου σήμερα. Η συλλογικότητα που δεν μπορεί να συλλάβει τον χαρακτήρα τον σύγχρονων ατομικών αδιεξόδων δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, και αντίστροφα, καμία ατομική αυτοπραγμάτωση δεν μπορεί παρά να είναι πλαστή όσο η κοινωνία παραμένει υποταγμένη. Δεν έχουμε όμως εδώ ένα αισθητικό πρόγραμμα αλλαγής του κοινωνικού ορίζοντα, αλλά το ολόγραμμα μιας επιτύχουν διαβούλευσης, μιας περαιωμένης συλλογικής ανάλυσης.
Το τέλος, μέσα από το οποίο προσδοκούν να ανέβουν ένα έστω σκαλί στη κλίμακα της αυτογνωσίας, δεν είναι οριστικό. Όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά για την ατομική τους ζωή και την συλλογική μας ιστορία. Η τέχνη δεν θα δώσει τη λύση, αλλά μπορεί να μας δώσει το τρόπο μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε τις άπειρες δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας. Η ποίηση είναι ο λόφος από τη θέα του οποίου θα δούμε (και μόνο θα δούμε!) τη γη της επαγγελίας. Για να φτάσουμε εκεί χρειάζονται τα ζωντανά βήματα της καθημερινή μας πράξης.
Το τελευταίο τμήμα του έργου θα μας δώσει και την επίγευση:
Χωρίς ιερά,
χωρίς όσια,
απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη ωστόσο,
θα ‘χω κάθε απάντηση
για τις ερωτήσεις σου.
Ένα χορό,
από ψυχές βασανισμένες,
να κυλά την τραγωδία σου,
μπας και φτάσεις
στην κάθαρση.
Μπας και βγεις μαζί μου στο βουνό
να ουρλιάξουμε.
Μπας και μπούμε μαζί, Δεκέμβρη, στην Αθήνα.
Μπας και πάψουν τα γιατί,
τα όπλα μας ν’ αδειάζουν.
Μπας και δεν με προδώσεις σαν το κόμμα.
Μπας κι ασφαλίσω την καρδιά μου
μη σκάσει.
Τσάμπα τόσα μαθήματα που σας έκανα.
Τίποτα δεν έμαθα.
Τίποτα,
ποτέ
για κανέναν.
Μόνος,
με ακίδες
στα δάχτυλά μου όλα,
με τρύπες στον οισοφάγο
με τρύπες στους κροτάφους
με τρύπες
στα μαύρα μου πανιά
που δε θέλω ν’ αλλάξω.
Να πάει να γαμηθεί ο Αιγέας.
Φτερά φτιάξε μου,
θα ληστέψω όλες τις εκκλησίες του κόσμου
να ‘χεις κερί
για μπόλικα ζευγάρια.
Να γράφω τον ήλιο
στα αχαμνά μου.
Για μια φορά ακόμα,
μίαν ακόμα,
έφοδο στον ουρανό.
Σωτήρης Λυκουργιώτης